καθωσπρεπισμός

καθωσπρεπισμός
ο
το να είναι κάποιος καθωσπρέπει, η ευπρέπεια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καθωσπρεπισμός — ο το να φέρεται κανείς ή να φαίνεται καθώς πρέπει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”